ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ
Ἡ σημερινή Κυριακή εἶναι ἡ τελευταία Κυριακή πρίν τήν ἔναρξη τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπό τήν σκλαβιά τῆς ἁμαρτίας, ἀπό τήν φυλακή τοῦ κόσμου τούτου. Καί τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς (Ματθ. 6, 14–21) θέτει τούς ὅρους γιά μιά τέτοια ἀπελευθέρωση.
Πρῶτος ὅρος εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἄρνηση δηλαδή νά δεχθοῦμε τίς ἐπιθυμίες καί τίς ἀνάγκες τῆς πεπτωκυίας φύσης μας σάν κάτι φυσιολογικό ἡ προσπάθεια νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τήν δικτατορία τῆς ὕλης πάνω στό πνεῦμα.
Γιά νά εἶναι ἀποτελεσματική ἡ νηστεία μας δέν πρέπει νά εἶναι ὑποκριτική, δηλαδή πρός τό θεαθῆναι. Νά μήν φαινόμαστε στούς ἀνθρώπους νηστεύοντες ἀλλά τῷ πατρί ἠμῶν τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ.
Δεύτερος ὅρος εἶναι ἡ συγγνώμη «ἐάν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν ἀφήσει καί ὑμίν ὁ πατήρ ἠμῶν ὁ οὐράνιος».
Ὁ θρίαμβος τῆς ἁμαρτίας στόν κόσμο μας εἶναι ἡ διαίρεση, ἡ ἀντίθεση, ὁ χωρισμός, τό μίσος, ἔτσι ἡ συγχώρεση, ἡ ἐπιστροφή στήν ἑνότητα στή συμπόνια, στήν ἀγάπη ἀποτελεῖ μονόδρομο γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς σχέσης μας μέ τόν οὐράνιο Πατέρα.
Συγχωρῶ σημαίνει ἀγνοῶ τό ἀπελπιστικό ἀδιέξοδο στίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί βάζω ἀνάμεσα σε μένα καί στόν ἐχθρό μου τήν συγχώρεση πού ὁ ἴδιος ὁ θεός προσφέρει σέ ὅλους μας.
Ἀλλά αὐτή ἡ Κυριακή ἔχει καί ἕνα ἄλλο λειτουργικό ὄνομα (της ἀπό τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τῶν πρωτοπλάστων).
Τό ὄνομα αὐτό συνοψίζει θυσιαστικά τήν πλήρη προπαρασκευή γιά τήν Μεγάλη Σαρακοστή.
Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιά νά ζεῖ στόν παράδεισο. Ἡ ἁμαρτία τόν ἀπομάκρυνε ἀπό τήν εὐλογημένη ζωή καί ἔτσι ἡ ὕπαρξή του στήν γῆ ἔγινε μιά ἐξορία.
Ὁ Χριστός ὡς Σωτήρας τοῦ κόσμου ἀνοίγει τήν πόρτα τοῦ παραδείσου στόν καθένα ἀπό μᾶς πού θά θελήσει νά τόν ἀκολουθήσει.
Καί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μέ τό νά μᾶς ἀποκαλύπτει τήν ὀμορφιά τῆς βασιλείας του κάνει τή ζωή μας μιά φωτεινή πορεία πρός τήν οὐράνιο βασιλεία.
Ἔτσι ξεκινώντας ἡ Μ. Σαρακοστή βρισκόμαστε στή θέση τοῦ Ἀδάμ ὁ ὁποῖος «Ἐξεβλήθη Ἀδὰμ τοῦ Παραδείσου, διὰ τῆς βρώσεως· διὸ καὶ καθεζόμενος ἀπέναντι τούτου, ὠδύρετο, ὁλολύζων… ἔλεγεν· Οἴμοι, τί πέπονθα ὁ τάλας ἐγώ!».
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ Πατέρα πρός τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο ἦρθε ἀκριβῶς τήν ἴδια στιγμή πού ἐξοριζόταν ἀπό τόν παράδεισο. Ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί λόγου Του καί ἡ Σταυρική του θυσία θά ἕνωνε καί πάλι τόνἄνθρωπο μέ τόν Θεό Πατέρα. Καί θά τόν ξαναέκανε πολίτη τοῦ Παραδείσου.
Ἡ μεγάλη σαρακοστή εἶναι ἡ περίοδος τῆς προετοιμασίας γιά νά ἑορτάσουμε τήν Ἑορτή τῶν Ἑορτῶν τό Πάσχα τή διάβαση δηλαδή ἀπό τήν ζωή στήν ὄντως ζωή τήν ὁποία ὁ Χριστός μέ τήν Σταυρική του θυσία καί τήν Ἀνάσταση Τοῦ χαρίζει σέ ὅλους μας.
Ἔτσι ἡ Μεγάλη Σαρακοστή εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν περίοδος τῆς μετάνοιας. Καί ἡ μετάνοιά μας μπορεῖ νά ἐκφραστεῖ μέσα ἀπό τήν ἔξαρση καί τήν ἔνταση τοῦ ἀσκητικοῦ ἀγώνα τῆς πνευματικῆς πάλης τοῦ πιστοῦ, ὅλη ἡ ὀρθόδοξη πνευματική ζωή εἶναι ἕνας διαρκῆς ἀσκητισμός. Ἀπό τήν πίστη ὡς τήν ἀγάπη καί ἀπό τή Νήψη ὡς τήν ἀπάθεια.
Μιᾶς ἄσκησης πού σημαίνει τήν μεταμόρφωση ὁλόκληρης τῆς ὕπαρξής μας καί τῆς ἐπανόδου μας στό ἀρχέγονο κάλλος τοῦ Παραδείσου.
Φυσικά ὅταν λέμε ἄσκηση δέν ἐννοοῦμε κανόνες ἠθικῆς πού σάν ἰδεολογία ταυτίζεται μέ ἕνα σύστημα κάποιων ἀρετῶν, ἀλλά τήν ἄσκηση πού ἀποβλέπει στή δοκιμασία τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, πού ἐπιμένει νά στρέφεται πρός τόν Θεόν παρά τήν ροπή τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας πρός τήν ἁμαρτία.
Ἀλλιῶς ἡ ἄσκηση δέν θά εἶναι τίποτα παραπάνω ἀπό μιά τυπική καί νομική πειθαρχία πού ἔχει τήν πεποίθησή της στόν ἐγωκεντρικό ἄνθρωπο καί ὄχι στόν Θεό. Καί ὅμως κανένας νά μή νομίζει, συνιστᾶ ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Ἐδέσσης, ὅτι μέ τή δική του δύναμη ὑποφέρει τούς κόπους καί κατορθώνει τήν ἀρετή. Γιατί ὁ αἴτιος ὅλων των καλῶν σέ ἐμᾶς εἶναι ὁ Θεός.
Ἡ ἄσκηση δέν εἶναι αὐτοσκοπός, ἐπειδή σέ ἀντίθετη περίπτωση παραμορφώνεται καί ματαιώνεται ἡ πνευματική ζωή, εἶναι συνειδητός καί ἀδιάλειπτος ἀγώνας πού στήν συνεχῆ πρόοδό του φανερώνει καί ὁρίζει τήν ἄσκηση ὡς τέχνη, ἐπιστήμη, καλλιέργεια, ἀγωγή, μέσο, στρατηγική, πράγματα ἐντελῶς σχετικά καί δευτερεύοντα. Ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ ὑπακοή, τά δάκρυα μποροῦν καί πρέπει νά εἶναι ἡ λογική καί ἐλεύθερη ἄσκηση τοῦ πιστοῦ μέ τήν ἔννοια ἀκριβῶς ὅτι ἀποτελοῦν τά μέσα καί ὄχι τό σκοπό τῆς ἀσκήσεως. Ἄν ἡ μυστηριακή χάρη δέν σφραγίσει τούς ἀσκητικούς ἀγῶνες γιά νά τούς ὑψώσει στό σκοπό πού ἐπιδιώκουν, καί δή στήν ἕνωση τῶν ἀσκούμενων μέ τήν Ἁγία Τριάδα στό ἐκκλησιαστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τότε αὐτοί οἱ ἀγῶνες παραμένουν ἁπλῶς στό χῶρο ἀνθρωπίνων δυνατοτήτων καί δραστηριοτήτων, τῆς πίστεως καί τῆς φαντασίας, τῆς φλυαρίας καί τῆς πολυπραγμοσύνης τῶν μάταιων κόπων καί πόνων, πράγματα πού μαρτυροῦν τήν ἀνθρώπινη περιπέτεια καί τραγωδία, τήν ἀσθένεια καί ἀποτυχία. Τό τέλος τῆς ἀσκήσεως δέν εἶναι τό ἀνθρώπινο ἐπίτευγμα, ἀλλά ἡ ἐπιστροφή στή φυσική ἀναφορά καί σχέση μέ τό Θεό.
Στήν ἀσκητική μας παράδοση διασώζεται ἡ ἐμπειρία ὅτι καί ἐάν ἀκόμη προχωρήσει κανείς στό ἀκρότατο ὅριο τῆς ἀρετῆς ἔχει ἀνάγκη ἀπό τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως γιά νά χαλιναγωγήσει τό σῶμα καί νά ἐπιτύχει τήν ἐπιτήρηση τῶν λογισμῶν γιατί ἔτσι μόλις μποροῦμε νά ἐπιτύχουμε νά κατοικήσει μέσα μας ὁ Χριστός. Κατά τόν Ἅγιο Μακάριο το θεμέλιο τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι ὅτι κι ἄν ἔχει κανείς ὅλες τίς ἀρετές νά μήν ἐφησυχάζει, οὔτε νά παίρνει θάρρος, οὔτε νά νομίζει ὅτι πέτυχε κάτι, ἀλλά νά πενθεῖ καί νά κλαίει καί νά ἔχει τήν καρδιά του ὁλότελα συντετριμμένη. Ἡ ψυχή πού ἀγαπᾶ ἀληθινά τόν Θεό καί ἐάν ἀκόμα μυριάδες ἀρετές κατορθώσει καί ἐάν ἀφανίσει τό σῶμα μέ ὑπερβολικές νηστεῖες καί ἀγρυπνίες καί καταξιωθεῖ νά λάβει διάφορα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά ἔχει τέτοια μετριοφροσύνη σάν νά μήν ἔχει ἀρχίσει ἀκόμα νά ἀποκτᾶ κανένα καλό καί νά νιώθει τόν θεῖο ἔρωτα γιά τήν ἀγάπη πού ἐμπνέει ὁ Χριστός.
Ἡ πρόσκληση πού ἀπευθύνει ἡ ἐκκλησία στούς πιστούς προετοιμάζοντάς τους γιά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἀνακεφαλαιώνει τήν ὀρθόδοξη θεολογία τῆς ἀσκήσεως καί ἐξαίρει τόν σκόπο της.
“Τὸν τῆς Νηστείας καιρόν, φαιδρῶς εναρξώμεθα, πρὸς ἀγῶνας πνευματικοὺς ἑαυτοὺς ὑποβάλλοντες, ἁγνίσωμεν τὴν ψυχήν, τὴν σάρκα καθάρωμεν, νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντὸς πάθους, τὰς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος, ἐν αἷς διατελοῦντες πόθῳ, ἀξιωθείημεν πάντες, κατιδεῖν τὸ πάνσεπτον Πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ ἅγιον Πάσχα, πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι.” (Τροπάριο Ἑσπερινοῦ Κυριακῆς Τυρινῆς).
Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή χαρακτηρίζεται ὡς ἕνα πνευματικό ταξίδι, μιά ἀσκητική ὁδός, μιά ἐπίπονη πορεία πρός τό σταυροαναστάσιμο Πάσχα ἐκεῖ πού στή συνάντησή μας μέ τόν σταυρωθέντα καί ἀναστάντα Κύριο ἑορτάζουμε τή μοναδική μας ἐλευθερία, τήν ἐλευθερία ἀπό τόν θάνατο, ὅταν κατά τόν Ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σύρο μόνο ἡ αἰώνια ζωή εἶναι ἡ πατρίδα τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας.
“Τὸ στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε, ἀναζωσάμενοι τὸν καλὸν τῆς Νηστείας ἀγῶνα, οἱ γὰρ νομίμως ἀθλοῦντες, δικαίως στεφανοῦνται…”.
Στίς σημερινές ἀνθρώπινες καί κοσμικές κοινωνίες ἡ ἄσκηση, πού ἡ ὡραιότητά της φανερώνεται ἰδιαίτερα τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μπορεῖ νά ἀλλάξει μορφές ἤ μέσα, ἀλλά νά μήν πάψει νά ἐπιδιώκει τόν ἴδιο στόχο ἤ τόν ἴδιο σκοπό, πού εἶναι πάντοτε καί τώρα ἡ ἐπιστροφή καί ἡ ἕνωσή μας μέ τόν Θεό, μέ μιά λέξη ἡ θέωση.