ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Το μυστήριο της Εξομολογήσεως

Τα ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας είναι θεοσύστατες τελετές, που μεταδίδουν στα μέλη της, με αισθητά σημεία, την αόρατη καθαρτική και αγιαστική Θεία Χάρη. Και τα επτά Μυστήρια μεταδίδουν όλα τη μία Θεία Χάρη, αλλά το καθένα την μεταδίδει σαν ειδική και αναντικατάστατη ενέργεια και γι αυτὸ είναι αναγκαία για την εν Χριστώ σωτηρία μας, πλην όχι όλα υποχρεωτικά. Υποχρεωτικά είναι τα Μυστήρια του Βαπτίσματος, Χρίσματος, Θ.Ευχαριστίας, Μετανοίας και Εξομολογήσεως.

Το μυστήριο του Βαπτίσματος αποτελεί την εκκλησιαστική πράξη με την οποία πραγματοποιείται η εν Χριστώ αναγέννησή μας. Είναι το πρώτο, το εισαγωγικό μυστήριο της Εκκλησίας. Βρίσκεται στην αφετηρία της εν Χριστώ σωτηρίας του καθενός μας. Η μυστηριακή πράξη του Βαπτίσματος μας δίνει τη δυνατότητα μετοχής στα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και στην κοινή εκκλησιαστική ζωή, κορυφαία έκφραση της οποίας είναι η συμμετοχή μας στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας

Η ανθρώπινη όμως φύση, εύκολα νικιέται από τον αιώνιο εχθρό μας τον διάβολο, ο οποίος αγωνίζεται νυχθημερόν να μαυρίσει την αρχική καθαρότητα της ψυχής, που μας δόθηκε στο Άγιο Βάπτισμα. Οι ποικίλες αμαρτίες στις οποίες υποπίπτουν οι πιστοί, τους στερούν την δυνατότητα της μυστηριακής κοινωνίας με το σώμα της Εκκλησίας. Από την κατάσταση αυτή της απομάκρυνσης και της αποκοπής από την κοινωνία της Εκκλησίας (παρά την τυπική διατήρηση της ιδιότητας του μέλους της) απαλλασόμαστε μέσω του μυστηρίου της Μετανοίας και Εξομολογήσεως.  Το μυστήριο αυτό είναι η μοναδική οδός επιστροφής και επανένταξής μας στην Εκκλησία, που κορυφώνεται και επισφραγίζεται με την συμμετοχή μας στην τράπεζα της Ευχαριστίας. Για να κατανοήσουμε έτσι το μυστήριο της Εξομολογήσεως είναι αναγκαίο να δούμε τι είναι αμαρτία και ποιά είναι τα ολέθρια αποτελέσματά της.

Η σημασία της λέξης “αμαρτία”

“Αμαρτία” σημαίνει: “αστοχία”. Και “αμαρτάνω” σημαίνει: “αστοχώ”.

Όταν όμως μιλάμε για αστοχία, είναι φυσικό να υπονοείται η ύπαρξη ενός στόχου. Και κάθε μας ενέργεια, είτε είναι εύστοχη, είτε άστοχη σε κάποιο βαθμό. Ποιός όμως είναι ο στόχος; Και τι είναι η ευστοχία και η αστοχία;

Φυσικό είναι, ο στόχος στον οποίο αποσκοπούν οι ενέργειές μας, να αντιπροσωπεύει το κέντρο όλης μας της ύπαρξης. Ο στόχος να είναι ο σκοπός της ίδιας της ζωής μας! Και ο σκοπός της ζωής για τον άνθρωπο είναι η ομοίωση με τον Θεό! Πλασθήκαμε κατ εικόνα Του, για να οδηγηθούμε ελεύθερα στο «καθ ομοίωσιν».Το κατ εικόνα είναι η δυνατότητα να του μοιάσουμε, μία δυνατότητα την οποία στερούνται τα ζώα. Και το καθ ομοίωσιν, είναι Η ΕΠΙΤΕΥΞΗ αυτού του στόχου. Να γίνουμε όμοιοι με τον Θεό κατά χάριν.

Κάθε άνθρωπος, είναι ελεύθερος, να αξιοποιήσει αυτή τη δυνατότητα που του δίνει ο Θεός με την ύπαρξη που του έχει χαρίσει. Είναι ελεύθερος, να “ΣΤΟΧΕΥΣΕΙ” με τη ζωή και τις πράξεις του στη Θέωση.

Κάθε μας ενέργεια και κίνηση, είτε μας φέρνει πιο κοντά στο στόχο, στο ποθούμενο της Θέωσης, είτε μας απομακρύνει από αυτό το στόχο. Και κάθε ενέργεια που μας φέρνει πιο κοντά, είναι μία ευλογημένη από τον Θεό επιτυχία. Ενώ κάθε αστοχία από το στόχο αυτό, είναι ΑΜΑΡΤΙΑ.

Επίσης πρέπει να τονίσουμε, ότι θα πρέπει να βλέπουμε την αμαρτία όχι σαν ενοχή, αλλά σαν ασθένεια. Όχι σαν πράξη, αλλά σαν σύμπτωμα.

Όταν ο πνευματικός, μας εξομολογεί, στην πραγματικότητα ακροάζεται τα συμπτώματα! Δεν αντιμετωπίζει ως ασθένεια αυτή καθεαυτή την πράξη που θα του εξομολογηθούμε. Δεν είναι η πράξη το αληθινό πρόβλημα, αλλά υπάρχει κάτι βαθύτερο, το οποίο οδήγησε τον ψυχοσωματικό μας οργανισμό σε αυτή την πράξη. Πρόκειται για κάποιο πάθος, ριζωμένο μέσα μας, το οποίο αγωνίζεται ο πνευματικός να ξεριζώσει με τη συμβουλή, με τον κανόνα, και με την πορεία που μας δίνει. Ανιχνεύει ο πνευματικός, ποιός είναι ο λόγος της “αστάθειας” που κάνει το χέρι μας να στοχεύει λάθος, και να ξεφεύγει από το στόχο. Και μας προτείνει το κατάλληλο φάρμακο.

Με τον ίδιο τρόπο μας βλέπει και μας αντιμετωπίζει και ο Θεός όταν αμαρτάνουμε. Όχι σαν κατάδικους, αλλά σαν ασθενείς. Όχι σαν ενόχους, αλλά σαν άρρωστα και αγαπητά του παιδιά. Αν το δούμε έτσι, αμέσως αντιλαμβανόμαστε, ότι κανείς μας δεν πρέπει να φοβάται νοσηρά τον Θεό, τον ουράνιο Πατέρα και ιατρό των ψυχών μας. Αλλά αντίθετα, με χαρά να ακολουθούμε τις προτροπές Του, και των ιατρών που Εκείνος έχρισε με το Πνεύμα του το Άγιο, να μας θεραπεύουν.

Αν αντιλαμβανόμαστε έτσι, με το πραγματικό της πρόσωπο την αμαρτία, δεν θα κατακρίνουμε και δεν θα μισούμε κανέναν αμαρτάνοντα συνάνθρωπό μας. Θα τον βλέπουμε σαν έναν ασθενή αδελφό μας, που αδυνατεί να τεντώσει σωστά το τόξο του, και να επιτύχει τον ποθούμενο στόχο του σκοπού της ζωής.

Και εδώ είναι το μεγάλο θαύμα! Γιατί αυτή καθεαυτή η αντίληψη της πραγματικής έννοιας της αμαρτίας, ταυτόχρονα θεραπεύει και εμάς, που έτσι δεν μισούμε κανέναν, δεν κατακρίνουμε, δεν μνησικακούμε, δεν επικρίνουμε, δεν ζητάμε εκδίκηση, αλλά αντιθέτως βοηθάμε, μακροθυμούμε, αγαπάμε, συγχωρούμε, προσευχόμαστε, αγωνιούμε για τον ασθενή αδελφό μας. Και γινόμαστε έτσι όμοιοι με τον Θεό της αγάπης και ρίχνουμε σταθερά τα βέλη μας στο στόχο. Και ελπίζουμε ότι θα λάβουμε μία μέρα από τον Δίκαιο Κριτή του αγώνα, τον έπαινο για τον κατά Θεόν αγώνα μας. 

Τα στάδια της αμαρτίας

Ο άνθρωπος αμαρτάνει εκουσίως, ακουσίως, εν γνώσει, εν αγνοία εν λόγω η κατά διάνοιαν. Τα εν αγνοία διαπρατόμενα αμαρτήματα είναι αυτά που οι Θεοφόροι Πατέρες αποκαλούν λογισμούς. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διακρίνει τα εξής πέντε στάδια στους λογισμούς: Προσβολή, συνδυασμός, πάλη, πάθος και συγκατάθεση. Λέγει ο Άγιος: «Π ρ ο σ β ο λ η είναι η απλή υπόμνηση του διαβόλου, κάνε τούτο η εκείνο…Αυτό δεν είναι στην εξουσία μας. Σ υ ν δ υ α σ μ ο ς είναι η παραδοχή του λογισμού που μας υποβάλλει ο εχθρός, και με ένα τρόπο η μελέτη του πονηρού λογισμού και η ηδονική συνομιλία με την προαίρεσή μας. Π α θ ο ς είναι η έξη που δημιουργείται από τον συνδυασμό του λογισμού που υποβάλλει ο εχθρός και η συνεχής σχετική μελέτη και φαντασία. Π α λ η είναι η αντίσταση στον λογισμό που γίνεται η η προς κατάργηση του πάθους που αυτός περιέχει …η η προς συγκατάθεση…Σ υ γ κ α τ α θ ε σ η είναι η συγκατάνευση στο πάθος που περιέχει ο λογισμός. Ύστερα από την συγκατάθεση ακολουθεί η πράξη της αμαρτίας.» Έτσι για να αποφύγουμε την αμαρτία πρέπει να αγωνιστούμε εναντίον των προσβολών των κακών λογισμών.

Οι συνέπειες της αμαρτίας

Στην παραβολή του ασώτου υιού φαίνονται καθαρά τα αποτελέσματα της αμαρτίας που τα  εξής:                                                                               

1) Απομάκρυνση από τον Πατρικό οίκο.

Δηλαδή την από τον φιλάνθρωπο Θεό και την Εκκλησία του. Ο άνθρωπος παύει να είναι, κατά Χάριν, υιός του Θεού και με την αμαρτία αποκόπτεται από την κοινωνία της πατρικής αγάπης, ζει μία ζωή εγωκεντρική, μία ζωή υποταγμένη στο πάθος της φιλαυτίας.

2) Παντελής έλειψη των θείων αγαθών.

Αφού ο άσωτος υιός διασκόρπισε τις θείες δωρεές, κατάλαβε ότι στην χώρα όπου ζούσε υπήρχε λιμός ισχυρός, δηλαδή παντελής «έλλειψη των συγκροτούντων την ψυχήν πνευματικών βρωμάτων». Του λείπει η τροφή που στερεώνει την καρδιά.

3) Υποδούλωση στα πάθη και στον διάβολο.

4) Η θλίψη και η οδύνη.

Είναι χαρακτηριστική η τροφή με την οποία προσπαθεί ο άσωτος να χορτάσει την πείνα του: Τα ξυλοκέτρατα. Όπως αυτά γλυκαίνουν στην αρχή εκείνον που τα τρώγει και στην συνέχεια αφήνουν μία μόνιμη αίσθηση στυφότητας, έτσι και η αμαρτία. Γλυκαίνει στην αρχή τον άνθρωπο με την ψεύτικη ευχαρίστηση που προσφέρει, αλλά στην συνέχεια αφήνει μία διαρκή αίσθηση πικρίας. Η τελική συνέπεια της αμαρτίας είναι ο θάνατος.

Ο Μέγας Βασίλειος γράφει:«Ζωή ο Θεός, στέρησις δε της ζωής θάνατος». Εφ όσον ο Θεός είναι η ζωή και η αμαρτία είναι η απομάκρυνση από τον Θεό, άρα η αμαρτία είναι ο θάνατος.

Η μετάνοια

Η λέξη «μετάνοια» σημαίνει μεταβολή, αλλαγή νου, διανοίας εσωτερικά, αλλά και εξωτερικά της διαγωγής και συμπεριφοράς του ανθρώπου με βάση πλέον την πίστη και τον θείο Νόμο του Κυρίου. Είναι ακριβώς η προϋπόθεση να δεχθεί ο άνθρωπος την σωτηρία και την Θεία Χάρη.

Υποδείγματα Μετανοίας

Πρώτο το παράδειγμα του Προφήτου Δαυίδ. Ο Κύριος συγχώρησε τα αμαρτήματά του επειδή ωμολόγησε : « Ημάρτηκα τω Κυρίω.»

Ο ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι ο Χριστός μας προτρέπει να ομολογήσουμε τα αμαρτήματά μας, όχι για να μας τιμωρήσει αλλά για να μας συγχωρήσει.

Δεύτερο παράδειγμα: Ο Απόστολος Πέτρος. Ο Κύριος δέχτηκε την μετάνοιά του επειδή έκλαυσε για την αμαρτία της αρνήσεώς Του.

Τρίτο το παράδειγμα της πόρνης γυναικός. Σ΄αυτὸ έχουμε τη μαρτυρία του Κυρίου ο οποίος μας βεβαιώνει: «Συγχωρήθηκαν οι πολλές της αμαρτίες επειδή αγάπησε πολύ».

Τέταρτο παράδειγμα μετανοούντος είναι ο βασιλεύς της Ιουδαίας Μανασσής. Όταν ο Θεός τον τιμώρησε για την αποστασία του, (επανέφερε στον περιούσιο λαό του Θεού την ειδωλολατρεία), ο Μανασσής λυπήθηκε πολύ. Η θλίψη την οποία ο Θεός έδωσε στον Μανασσή για την αμαρτία της αποστασίας, τον οδήγησε στην μετάνοια.

Πέμπτο το παράδειγμα του Τελώνου. Ο Θεός δέχτηκε την μετάνοια του Τελώνου, λόγω της ταπεινοφροσύνης του. Ο ιερός Χρυσόστομος ονομάζει την ταπεινοφροσύνη «οδό μετανοίας».

Έκτο και τελευταίο παράδειγμα μετανοίας είναι ο ληστής που σταυρώθηκε ταυτόχρονα με τον Χριστό. Η Εκκλησία μας βεβαιώνει ότι: «η του ληστού μετάνοια τον Παράδεισον εσύλησεν(=άρπαξε)».

Η αγία μας Εκκλησία μας προβάλλει όλα αυτά τα ζωντανά παραδείγματα της μετανοίας, ώστε να παρακινηθούμε κι εμείς να αρχίσουμε την πορεία της επιστροφής προς τον Θεό. Και αν ακόμη ξεπεράσαμε στην αμαρτία όλους τους αμαρτωλούς, ας αρχίσουμε την οδό της μετανοίας με την πεποίθηση ότι το έλεος του Θεού νικά το πλήθος των αμαρτιών μας.

Ίσως αναρωτηθούμε: «Και αν πέσουμε πάλι;…Θα μας δεχτεί άραγε ο Θεός η θα μας αποστραφεί και εγκαταλείψει;».

Η πλούσια όμως πείρα των αγίων Πατέρων μας, μας δίνει την απάντηση:

«Ανάστα πάλιν, και πάλιν».

Το μυστήριο της Μετανοίας-Εξομολογήσεως

Την προσωπική μετάνοια επισφραγίζει η μυστηριακή Μετάνοια, η συγκεκριμένη δηλαδή μυστηριακή πράξη της Εκκλησίας με την οποία δυνάμει του Αγίου Πνεύματος, συγχωρούνται τα αμαρτήματα του μετανοούντος και επιστρέφοντος χριστιανού. Έτσι ο πιστός αποκαθίσταται στην οργανική φυσική του θέση μέσα στην Εκκλησία, όπου γίνεται δυνατή η κοινωνία του με το Θεό, η είσοδός του στην Ευλογημένη Τριαδική Βασιλεία.

Στην Εκκλησία το νόημα του Μυστηρίου της Μετανοίας είναι ακριβώς η συγχώρηση όλων ανεξαίρετα των μετά το Βάπτισμα αμαρτιών, αφού ο άνθρωπος σαν ελεύθερος και σαν αδύνατος μπορεί και πάλι να αμαρτήσει.

Η ιερή εξομολόγηση ήταν πράξη γνωστή στην Παλαιά Διαθήκη (Λευϊτ. ε’ 5-6. Αριθμ. ε 5-7. Παροιμ. κη’ 13). Γι αυτὸ και οι άνθρωποι προσέρχονταν στον Ιωάννη τον Πρόδρομο και εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους, ενώ εκείνος πιστοποιούσε την μετάνοιά τους με το βάπτισμα (Ματθ. γ’ 5-6. Μαρκ. α’ 4-5).

Η πράξη αυτή συνεχίσθηκε και στη χριστιανική Εκκλησία: «πολλοί των πιστευσάντων ήρχοντο εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών και φανερώνοντες τας πράξεις αυτών» (Πραξ. ιθ’ 18) με αποτέλεσμα να συγχωρούνται από τους αποστόλους, σύμφωνα με την υπόσχεση του Κυρίου, πως θα δινόταν στους αποστόλους η εξουσία αυτή (Ματθ. ιστ’ 19. ιη’ 18). Αυτό εκπληρώθηκε μετά την ανάσταση του Χριστoύ. Η συγχώρηση δεν βασιζόταν φυσικά στη δύναμη των απoστόλων, αλλά «εν τω αίματι» του Κυρίου (Ιωαν. κι’ 21-23. Α’ Ιωαν. α’ 7).

Ο εξομολόγος χρησιμοποιείται ως όργανο, ως υπηρέτης του Χριστού και οικονόμος των μυστηρίων του Θεού (Α’ Κορ. δ’ 1. πρβλ Τιτ. α’ 7. Α’ Ιωαν. α’ 9- β’ 2).

Δεν κάνει τίποτε δικό του. Είναι απλώς όργανο στα χέρια του Θεού.

Πολύ χαρακτηριστικά ο Ιερός Χρυσόστομος γράφει: «Ο Ιερεύς την εαυτού δανείζει γλώτταν και την εαυτού παρέχει χείρα» (Εις το κατά Ιωάννην,ομιλία PG τ.59). Γι αυτὸ και όταν διαβάζει την συγχωρητική ευχή στον εξομολογούμενο λέγει: « …Αυτός ο Θεός συγχωρήσαι σοι δι εμού του αμαρτωλού πάντα, και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι».

Στην αρχαία Εκκλησία η εξομολόγηση γινόταν δημόσια στην ιερή σύναξη των πιστών, όπου βέβαια ήταν και το ιερατείο και ο επίσκοπος, ο οποίος έδινε την άφεση. «Πάσιν ουν μετανοούσιν αφίησιν ο θεός, εάν συνδράμωσιν εις ενότητα Χριστού και συνεδρείαν του επισκόπου» λέγει χαρακτηριστικά ο άγιος Ιγνάτιος (Ιγν., Φιλαδ. 8,1), ενώ η «Διδαχή» προτρέπει: «Εν Εκκλησία εξομολογήση τα παραπτώματά σου, και ου προσελεύση επί προσευχήν σου εν συνειδήσει πονηρά, αύτη εστίν η οδός της ζωής»(Διδ. 4,14).

Ο άγιος Κυπριανός τονίζει πως ο αμαρτωλός γίνεται πάλι δεκτός στην εκκλησιαστική κοινωνία, δηλαδή στο μυστήριo της θείας ευχαριστίας «δια της επιθέσεως των χειρών του επισκόπου και του ιερατείου», αφού προηγουμένως εξομολογηθεί (Κυπρ. επιστ. 16,2), δεν επιτρέπει την θεία κοινωνία σε κανένα, «εάν προηγουμένως ο επίσκοπος και το ιερατείο δεν επιθέσουν την χείρα επάνω του» (επιστ. 18,2), η «άφεση», λέγει, που έγινε «δια των ιερέων» είναι «αρεστή στον Κύριο» (De lapsis 29).

Για να μην μένει λοιπόν ο άνθρωπος μακριά από την Θεία Χάρη, αλλά και να μην κοινωνεί έχοντας πάλι τον μολυσμό της αμαρτίας, ο Κύριος όρισε στους Αποστόλους Του και αυτοί στην Εκκλησία το Μυστήριο της Μετανοίας η Ιεράς Εξομολογήσεως σαν δεύτερο Βάπτισμα και σαν αναγκαία καθαρτική προετοιμασία για την φρικτή κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων.

Η σύσταση του Μυστηρίου

Το μυστήριο της Μετανοίας ίδρυσε και παρέδωσε ο Κύριος στους Αποστόλους Του μετά την Ανάσταση, όταν τους είπε: «…Λάβετε Πνεύμα Άγιον˙ αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιωαν. κ’, 22-23).

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστoμoς αναφέρει για τους ιερείς: «Ενώ κατοικούν και περιφέρονται στη γη (οι ιερείς) ανέλαβαν τη διευθέτησι ουρανίων υποθέσεων, με εξουσία, που ο Θεός δεν έδωσε ούτε στους Αγγέλους, ούτε στους Αρχαγγέλους. Δεν είπε στους Αγγέλους: Όσα δέσετε στη γη, θα είναι δεμένα και στους ουρανούς, και όσα λύσετε στη γη, θα είναι λυμένα και στους ουρανούς. Και οι επίγειοι άρχοντες έχουν εξουσία να δένουν, αλλά μόνο σώματα.Ο δεσμός των ιερέων αναφέρεται στην ψυχή και διαβαίνει τους ουρανούς. Όσα οι λειτουργοί κληρικοί της Εκκλησίας τελούν κάτω στη γη, τα επικυρώνει πάνω ο Θεός. Ο Δεσπότης Θεός εγκρίνει ενέργειες της χάριτος, που οι δούλοι (οι ιερείς) ενεργούν». (Χρυσ., Περί Ιερωσ. Λόγος γ’ 5).

Τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου

Τα σημεία αυτά είναι τρία: 

1) Η εξομολόγηση των αμαρτιών μπροστά στον Πνευματικό με ειλικρινή μετάνοια.

2) Η επίθεση της χειρός του Πνευματικού στον Εξομολογούμενο.

3) Η συγχωρητική ευχή που διαβάζει ο Ιερέας, αλλά ο Χριστός είναι ο συγχωρών.

Η τέλεση του Μυστηρίου

Το Μυστήριο είναι «απόρρητο». Δεν έχει δικαίωμα ούτε ο Πνευματικός να ανακοινώσει τίποτε απ όσα άκουσε στην Εξομολόγηση, ούτε άλλος κανείς να ζητήσει η ν απαιτήσει πληροφορίες. Κανονικά ούτε και ο Εξομολογούμενος πρέπει ν ανακοινώνει όσα άκουσε, διότι αυτά ισχύουν μόνο για τη δική του περίπτωση. Σ άλλον, άλλο φάρμακο, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του, και την ιδιαιτερότητά του θα δώσει ο Πνευματικός.

Η αναγκαιότητα του Μυστηρίου

«Δεν είναι το ίδιο, λένε μερικοί, να εξομολογηθώ ενώπιον του Θεού μπροστά στα εικονίσματα, εντελώς μόνος, αφού ο Θεός είναι παντογνώστης;». Όχι. Εφόσον ο Κύριος θέλησε η σωτηρία για το συμφέρον μας να γίνεται με αισθητό τρόπο και εφόσον συμμετέχει ο πιστός στα άλλα μυστήρια με αισθητό τρόπο, πως εδώ θα ισχύσει άλλο μέτρο; Εφόσον το Μυστήριο είναι Θεοσύστατο και αιώνων πλέον πράξη της Εκκλησίας του Χριστού, σύμφωνα με την δική Του εντολή, το Μυστήριο είναιαναγκαιότατο. Η συντριβή και η ταπείνωση που δημιουργεί η συναίσθηση, αλλά και η ανακοίνωση των αμαρτιών ενώπιον του Πνευματικού, ασκούν πολλή επίδραση στην ψυχή. Ο Πνευματικός, όπως ο γιατρός θα δώσει και συγκεκριμένες συμβουλές και οδηγίες. Σαν άνθρωπος γνωρίζει πολύ καλά την ανθρώπινη αδυναμία και σαν Πνευματικός μπορεί να ενισχύσει, να παρηγορήσει, να καθοδηγήσει συγκεκριμένα, να παρακολουθεί την πρόοδο της πνευματικής μας ζωής. Είναι λοιπόν και από αυτή την πλευρά αναγκαίο το Μυστήριο, σαν αληθινό ιατρείο ψυχών. Έτσι αγίασαν πάρα πολλοί άνθρωποι, που ήταν πρώτα μεγάλοι αμαρτωλοί και τώρα επικαλούμεθα τις ευχές και πρεσβείες τους. Τέτοιος ήταν και ο Άγιος Κυπριανός, πρώην μάγος και πιστός υπηρέτης του διαβόλου, ο οποίος όμως, αφού μετάνιωσε και εξομολογήθηκε, έφθασε στο σημείο να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Τέτοιες ήταν διάφορες γυναίκες του υποκόσμου, που έσερναν χιλιάδες ανθρώπους στην κόλαση με την πορνεία, αλλά η μετάνοιά τους ήταν βαθιά και άρχισε πρώτα με την απόθεση του φορτίου των αμαρτιών με την Εξομολόγηση, σήμερα δε συγκαταλέγονται στο Ορθόδοξο Αγιολόγιο (Αγία Πελαγία, Αγία Ταϊσία, Αγία Ευδοκία κ.λ.π.). Σαράντα ολόκληρα χρόνια έκλαιγε και πενθούσε τις αμαρτίες της η Οσία Μαρία η Αιγυπτία στην έρημο του Ιορδάνη και πότιζε την άνυδρη έρημο με τα καυτά δάκρυα της μετανοίας. Και όμως, ο Θεός δεν την πήρε από την ζωή αυτή, προτού της στείλει τον Αββά Ζωσιμά, στον οποίο εξωμολογήθηκε, όσα είχε κάνει πριν από σαράντα χρόνια. Η Εξομολόγησις λοιπόν σαν συνέχεια και συμπλήρωμα της βαθειάς Μετανοίας μας, είναι όρος απαραίτητος για την σωτηρία μας.

Ο Πνευματικός Πατέρας

Η αυθεντική και γνήσια Ζωή εν Χριστώ είναι η χαρισματική ζωή του αναγεννημένου χριστιανού. Ο πλούτος και το κάλλος του πιστού είναι τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, τα οποία όμως θα αποκτήσει μόνον εφ όσον θέσει τον εαυτό του υπό την καθοδήγηση ενός έμπειρου Πνευματικού Πατρός. Όσον είναι απαραίτητος στην φυσική γέννηση ο σαρκικός πατέρας, τόσον επίσης αναγκαίος για την Πνευματική γέννηση είναι ο Πνευματικός πατέρας. Και όπως στην φυσική γέννηση έχουμε τρία στάδια: Την σύλληψη, την κυοφορία και τον τοκετό,έτσι συμβαίνει και στην Πνευματική γέννηση.

Ο Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει σχετικά σε πνευματικό του τέκνο. «Συνελάβομεν σε δια διδασκαλίας. Ωδινήσαμεν σε δια μετανοίας. Απετέκομεν σε δι υπομονής πολλής και ωδινών και πόνων σφοδρών και καθημερινών δακρύων». Ποιό ακριβώς είναι το έργο του πνευματικού πατέρα; «Η επιμέλεια ψυχών αίματι Χριστού εξηγορασμένων» μας λέει ο Μ.Βασίλειος (ΒΕΠΕΣ 53, 305). Ο πνευματικός πατέρας είναι οδηγός στην εν Χριστώ ζωή. Ο ιατρός της ψυχής, που «εν πολλή ευσπλαγχνία κατ επιστήμην της του Κυρίου διδασκαλίας» (Μ. Βασιλείου, Ηθικά Π’, ΒΕΠΕΣ 53, 129). Θεραπεύει τα πάθη και βοηθά το πνευματικό του παιδί να αποκτήσει την εν Χριστώ υγεία: Ζωντανή πίστη και σταθερή πνευματική ζωή. «Αν όρος και σκοπός του Χριστιανισμού -διδάσκει ο Μ.Βασίλειος- είναι η μίμηση του Χριστού, οι την οδηγίαν των πολλών πεπιστευμένοι τους έτι ασθενεστέρους δια της εαυτών μεσιτείας προβιβάζει οφείλουσι τη του Χριστού εξομοιώσει» (ΒΕΠΕΣ 53, 204). Στο δρόμο που οδηγεί στην κοινωνία με το Χριστό και τη θέωση, οι πνευματικοί πατέρες μας είναι οι έμπειροι χειραγωγοί και οι ακούραστοι συμπαραστάτες. Για να υπηρετήσει όμως ένας ποιμένας το τόσο υψηλό και υπεύθυνο έργο οφείλει να είναι πράγματι πνευματικός. Όργανο «τω Πνεύματι αρμοζόμενον και κρουόμενον», όπως γράφει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Μόνο αυτός που γνωρίζει κάτι εκ πείρας μπορεί και να το μεταδώσει. Και ο πνευματικός πατέρας για να χειραγωγήσει άλλους στη χριστιανική ζωή, θα πρέπει να την ζει πρώτα ο ίδιος. Να αποτελεί «τύπον των πιστών» (Α’ Τιμ. 4, 12) και «ζων Ευαγγέλιον». Να παρέχει κατά τον Μ.Βασίλειο «τον εαυτού βίον εναργές υπόδειγμα πάσης εντολής του Κυρίου» (ο.π.,ΒΕΠΕΣ 53, 204). Περισσότερο από το λόγο να ομιλεί το παράδειγμά του. Να εμπνέει με την ενάρετη ζωή του. Να οικοδομεί με την αγάπη και την πατρική στοργή του, αφού κατά τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος «ποιμένα αληθινόν αποδείξει αγάπη. Δι αγάπην γαρ ο Ποιμήν ο Μέγας εσταύρωται». (Προς τον Ποιμένα 24, PG88, 1177Β).    

Στην καλύτερη κατανόηση του ρόλου του πνευματικού πατέρα μας βοηθούν και δύο άλλες εικόνες που συναντούμε συxνά στα κείμενα των αγίων Πατέρων μας. H πρώτη είναι αυτή της αναβάσεως σ ένα δύσβατο ψηλό βουνό. Αυτός που για πρώτη φορά επιxειρεί να αναρριxηθεί, xρειάζεται να ακολουθήσει ένα συγκεκριμένο μονοπάτι, πρέπει να έχει μαζί του ως συνοδίτη και οδηγό κάποιον που να έχει ξανανεβεί και να γνωρίζει το δρόμο. Αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος του πνευματικού πατέρα. Συνοδίτης και οδηγός στην πνευματική μας πορεία, στην εν Χριστώ ζωή μας. Η δεύτερη εικόνα είναι από τον χώρο της φυσικής ασκήσεως του σώματος, από τον χώρο του αθλητισμού. Όλοι όσοι αθλούνται σε οποιοδήποτε άθλημα έχουν ανάγκη από έναν έμπειρο οδηγό, τον προπονητή, που τους εισάγει στα μυστικά του αθλήματος και τους κατευθύνει με πολλή φροντίδα κατά τη διάρκεια των προπονήσεων. Ανάλογη είναι και η αποστολή του πνευματικού πατέρα: Γνώστης ο ίδιος εκ πείρας της εν Χριστώ ζωής αναλαμβάνει να μυήσει σ αυτὴν τα πνευματικά του παιδιά.

Το Ιερό Μυστήριο της Μετανοίας-Εξομολογήσεως, ως μυστήριο του θείου Ελέους, αποτελεί την επιστροφή μας στον πατρικό οίκο και στην πατρική αγάπη. Με αυτό το μυστήριο δεχόμαστε πάλι την χάρη της θείας υιοθεσίας, διότι «όπου αμαρτημάτων άφεσις, εκεί υιοθεσία».

Είθε να λάβουμε όλοι κληρικοί και λαϊκοί την απόφαση επιστροφής στον Θεό πατέρα ομολογούντες: «Πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου». Και τότε βέβαιον είναι ότι θα αναστηθούμε μέσα στην πατρική αγκάλη του Θεού και θα γίνουμε εκ νέου κοινωνοί της αγάπης Του, ακούοντες την πατρική Του φωνή να μας λέει: «Ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε και απολωλώς ην και ευρέθη».