ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

Τελώνης & Φαρισαίος, προσευχή, αμαρτία…

π. Συμεών Κραγιόπουλου: Τι σημαίνει “περίοδος Τριωδίου”;  

(Σχόλιο στήν Κυριακή τοῦ Τελώνη καί τοῦ Φαρισαίου)

«Τριώδιο»: Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως

Σήμερα, ὅπως τό ξέρουμε ὅλοι, εἶναι ἡ Κυριακή τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, καί ἀρχίζει τό Τριώδιο. Εἶναι ἡ Κυριακή πού μᾶς εἰσάγει στό Τριώδιο, στήν περίοδο τοῦ Τριωδίου.

Οἱ περισσότεροι θά τό ξέρετε, ἀλλά ἴσως μερικοί δέν τό ξέρετε. Γιατί ἀρκετοί ὅταν ἀκοῦν Τριώδιο, ἐννοοῦν χορούς καί τέτοια. Ἀκόμη καί τό ραδιόφωνο καί ἡ τηλεόραση ἀναφέρονται στήν περίοδο τοῦ Τριωδίου σάν περίοδο χορῶν καί διασκεδάσεων.

Ἡ περίοδος αὐτή εἶναι εἰδική περίοδος καί ἔχει εἰδικό σκοπό. Ὀνομάζεται Τριώδιο ἀπό τό βιβλίο πού ἡ Ἐκκλησία μας ἄρχισε νά χρησιμοποιεῖ ἀπό ἐχθές τό ἀπόγευμα στόν ἑσπερινό. Μαζί μέ τήν Παρακλητική, πού ἔχει τά ἀναστάσιμα, χρησιμοποίησε ἡ Ἐκκλησία μας χθές στόν ἑσπερινό καί σήμερα στόν ὄρθρο τό βιβλίο πού λέγεται Τριώδιο. Ἀπό σήμερα μέχρι τό Μέγα Σάββατο χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία μας τό Τριώδιο. Ἑπομένως, ὅλη αὐτή ἡ περίοδος, ἀπό σήμερα μέχρι τό Μέγα Σάββατο, εἶναι περίοδος Τριωδίου.

Λέγεται Τριώδιο τό βιβλίο, ὅπως τό εἴπαμε καί ἄλλη φορά, ἀλλά πιθανόν μερικοί ἤ νά μή θυμοῦνται ἤ καί νά μήν τό ἔχουν ἀκούσει, διότι οἱ κανόνες πού περιέχονται στό βιβλίο αὐτό ἔχουν συνήθως τρεῖς ώδές. Δηλαδή σέ κάθε ὄρθρο, εἴτε εἶναι Κυριακή εἴτε εἶναι καθημερινή, διαβάζουμε τόν έξάψαλμο, ψάλλουμε τά καθίσματα, τήν «Τιμιωτέραν», τούς αἴνους, τήν δοξολογία, ἀλλά ψάλλουμε καί κανόνες. Οἱ κανόνες εἶναι μία ὁμάδα τροπαρίων, καί σέ κάθε ὄρθρο μπορεῖ νά λέγονται δύο-τρεις κανόνες. Ὁ κάθε κανόνας ἔχει ἐννέα ὠδές. Δηλαδή τρία-τέσσερα τροπάρια ἀποτελοῦν τήν πρώτη ὠδή. Ἄλλα τόσα τροπάρια ἀποτελοῦν τή δευτέρα ὠδή. Ἄλλα τόσα τροπάρια τήν τρίτη ὠδή μέχρι καί τήν ἐνάτη ὠδή. Οἱ ὠδές αὐτές ἔγιναν μέ βάση τίς ὠδές τῆς Παλαιάς Διαθήκης.

Ὠδή θά πεῖ ὕμνος. Ὁ Μωϋσῆς, ἄν θυμᾶστε, μόλις πέρασαν τήν Ἐρυθρά θάλασσα δόξασε τόν Θεό. Ἡ ἀδελφή του ἡ Μαριάμ πῆρε τίς γυναῖκες, καί αὐτός εἶχε τούς ἄνδρες, καί ὅλοι μαζί ἔψαλαν καί δόξασαν καί ὕμνησαν τόν Θεό. Τότε ἔκαναν ἕναν ὕμνο. Αὐτός ὁ ὕμνος εἶναι ἡ πρώτη ὠδή. Ἀργότερα ἔγινε ἄλλος ὕμνος -πάλι στήν Παλαιά Διαθήκη- καί εἶναι ἡ δευτέρα ὠδή, σέ μία ἄλλη περίπτωση ἄλλος ὕμνος πού εἶναι ἡ τρίτη ὠδή κλπ. Δηλαδή οἱ ὀκτώ πρῶτες ὠδές εἶναι κείμενα τῆς Παλαιάς Διαθήκης καί αὐτά τά κείμενα εἶναι ποιητικά, εἶναι ὕμνοι, εἶναι προσευχή καί ψαλμωδία στόν Θεό. Τελευταία ὠδή εἶναι τῆς Παναγίας: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον καί ἠγαλλίασε τό πνεῦμα μου…».

Με βάση λοιπόν αὐτές τίς ὠδές γίνονται τά πρῶτα τροπάρια ὅλων τῶν κανόνων. Γι’ αὐτό τά τροπάρια τῆς πρώτης ὠδῆς πάντοτε ἀναφέρονται στό γεγονός αὐτό τῆς διαβάσεως τῆς Ἐρυθράς θαλάσσης. «Ὑγράν διοδεύσας ὡσεί ξηράν καί τήν Αιγυπτίαν μοχθηρίαν διαφυγών, ὁ Ἰσραηλίτης…» «Χέρσον αβυσσοτόκον πέδον ἥλιος επεπόλευσέ ποτέ…» «Κύματι θαλάσσης τόν κρύψαντα πάλαι…» Το πρῶτο τροπάριο τῆς δευτέρας ὠδῆς τῶν κανόνων ἀναφέρεται στό γεγονός ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ὁποίου ἔγινε ἡ δευτέρα ὠδή τῆς Παλαιάς Διαθήκης. Καί οὕτω καθεξῆς τῆς τρίτης ὠδῆς, τῆς τετάρτης, τῆς πέμπτης, τῆς ἕκτης, ἑβδόμης, ὀγδόης. Το πρῶτο τροπάριο τῆς ἐνάτης ὠδῆς ὅλων τῶν κανόνων ἀναφέρεται στήν Παναγία, ἐπειδή ἡ ἐνάτη ὠδή εἶναι ἡ ὠδή τῆς Παναγίας.

Οἱ κανόνες λοιπόν ἔχουν ἐννέα ὠδές. Ὅμως ὅλοι οἱ κανόνες πού εἶναι στίς ἀκολουθίες ἔξω ἀπό τό βιβλίο αὐτό πού λέγεται Τριώδιο, δηλαδή οἱ κανόνες πού εἶναι στό βιβλίο Παρακλητική καί οἱ κανόνες πού εἶναι στά Μηναία ἔχουν ὀκτώ ὠδές. Πάντοτε λείπει ἡ δευτέρα ὠδή, ἡ ὁποία εἶναι λυπητερή ὠδή.

Στο βιβλίο αὐτό πού λέγεται Τριώδιο ὑπάρχουν στούς κανόνες συνήθως τρεῖς ὠδές. Γι’ αὐτό ὀνομάζεται τό βιβλίο Τριώδιο. Καί ἐπειδή εἶναι τό βιβλίο πού περιέχει τά τροπάρια αὐτά τά κατανυκτικά πού ψάλλονται αὐτήν τήν περίοδο, καί ὅλη ἡ περίοδος ὀνομάστηκε Τριώδιο. Δηλαδή: κάθε μέρα στούς κανόνες ὑπάρχει ἡ ὀγδόη καί ἐνάτη ὠδή καί ἐπιπλέον μία ἀπό τίς ἄλλες ὠδές. Τη Δευτέρα, ἄς ποῦμε, ἔχουν πρώτη ὠδή, ὀγδόη καί ἐνάτη. Την Τρίτη ἔχουν δευτέρα ὠδή. Τώρα στό Τριώδιο ἐπειδή εἶναι Σαρακοστή, εἶναι περίοδος μετανοίας καί καλούμαστε σέ πένθος, ἔχουν δευτέρα ὠδή πού, ὅπως εἴπαμε, εἶναι λυπητερή. Την Τρίτη λοιπόν οἱ κανόνες ἔχουν δευτέρα ὠδή, ὀγδόη καί ἐνάτη. Την Τετάρτη· τρίτη ὠδή, ὀγδόη καί ἐνάτη. Την Πέμπτη· τετάρτη ὠδή, ὀγδόη, ἐνάτη. Την Παρασκευή· πέμπτη ὠδή, ὀγδόη, ἐνάτη. Το Σάββατο ἔχουν συνήθως τέσσερις ὠδές· ἕκτη, ἑβδόμη, ὀγδόη καί ἐνάτη. Σπάνια, πολύ σπάνια οἱ κανόνες ἔχουν δύο ἤ ὀκτώ ἤ ἐννέα ὠδές.

Ὅταν λέμε περίοδος Τριωδίου, ἐννοοῦμε τήν περίοδο αὐτήν πού χρησιμοποιοῦμε αὐτό τό βιβλίο, τό ὁποῖο περιέχει τά τροπάρια πού μιλοῦν γιά τήν ταπείνωση, γιά τή μετάνοια, γιά τό πένθος, πού μιλοῦν γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό, γιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, γιά τήν κατάνυξη, πού μιλοῦν γιά τή νηστεία καί γιά ὅλον ἐκεῖνο τόν κόπο πού πρέπει νά καταβάλλει ὁ ἄνθρωπος, γιά νά ξαναγυρίσει στόν Θεό, γιά νά ευαρεστήσει στόν Θεό. Αὐτό λοιπόν σημαίνει Τριώδιο, καί σ’ αὐτήν τήν περίοδο μπήκαμε ἀπό σήμερα.

Ὁ Φαρισαῖος καί ὁ τελώνης

Το πρωί στήν ἐκκλησία ἡ εὐαγγελική περικοπή πού ἀκούσαμε ἦταν παραβολή. Την ἔφτιαξε δηλαδή ὁ Κύριος. Δέν μᾶς ἀναφέρει ἕνα γεγονός, ἀλλά ὁ Κύριος κάνοντας αὐτήν τήν παραβολή παρουσιάζει σάν γεγονός τή μετάβαση τοῦ τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου στόν ναό, γιά νά προσευχηθοῦν. Καί μιλήσαμε τό πρωί παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τά λίγα λόγια πού ἔβαλε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στό στόμα τοῦ τελώνου. «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλώ» [=Θεέ μοῦ, συχώρεσέ μέ τόν ἁμαρτωλό]. Τίποτε ἄλλο ὁ τελώνης, αὐτός ὁ μεγάλος ἁμαρτωλός, τίποτε ἄλλο δέν κάνει παρά κάθεται σέ μία γωνιά τοῦ ναοῦ καί λέει αὐτές τίς λέξεις.

Ἐνῶ ὁ Φαρισαῖος προχωρεῖ, πηγαίνει μπροστά, σέ καλή θέση καί, κομπορρημονεῖ καί μεγαλαυχεί [=καυχιέται]. Ὁ Φαρισαῖος, ἄς ποῦμε, σκέφτεται φαρισαϊκά, ἐκδηλώνεται φαρισαϊκά, προσεύχεται φαρισαϊκά, ὑποτιμάει καί τόν τελώνη: «Δέν εἶμαι οὔτε σάν αὐτόν ἐδῶ τόν τελώνη». Τον ὁποῖο βλέπει κάπου ἐκεῖ σέ μία γωνιά.

Ὁ τελώνης, ὅπως εἶπα καί τό πρωί, οὔτε καί μέ τόν Φαρισαῖο τά βάζει. Θά ἤθελα νά τό προσέξουμε αὐτό. Εἶναι μερικοί πού λένε: «Αὐτός ὁ Φαρισαῖος- αὐτοί πού κάνουν τούς μεγάλους σταυρούς καί τίς μεγάλες μετάνοιες». Αὐτοί πού μιλοῦν ἔτσι τάχα γιά Φαρισαίους σημερινούς, ἄν ἦταν ἐκεῖ στό ναό καί ἔβλεπαν τόν τελώνη νά κάνει αὐτά πού ἔκαμε, φοβοῦμαι ὅτι θά τόν ἔλεγαν Φαρισαῖο. «Γιά κοίταξέ τόν πώς…».

Γιατί ὁ τελώνης κάθισε ἐκεῖ κάπου, κτυπούσε, λέει, καί τό στῆθος, οὔτε τά μάτια τοῦ δέν σήκωνε ψηλά καί ἔλεγε: «Ὁ Θεός, Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλώ». Ἄν ἦταν κανένας ἀπό τούς σημερινούς μή Φαρισαίους, θά τόν ἔλεγε Φαρισαῖο. Ὁ τελώνης λοιπόν οὔτε μέ τόν Φαρισαῖο δέν τά βάζει, μολονότι ὁ Φαρισαῖος τόν κατηγόρησε καί -πῶς νά ποῦμε;- πολύ τόν περιφρόνησε. Τίποτε. Ἴσως οὔτε κἄν θά τόν πρόσεξε ὁ τελώνης, δέν θά κατάλαβε καλά, δέν θά ἔδωσε κἄν σημασία. Ξέρει μόνο αὐτό: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλώ». «Θεέ μοῦ, γίνε ἱλεως. Σπλαγχνίσου μέ, ἐλέησέ μέ τόν ἁμαρτωλό».

Ἡ δικαίωση τοῦ τελώνου

Ὁ τελώνης, ὅπως τόν παρουσιάζει ὁ Κύριος, σάν νά τά συγκεντρώνει ὅλα σ’ αὐτές τίς λίγες λέξεις, σ’ αὐτήν τήν μικρή προσευχή πού κάνει. Ἀλλά, ὅπως λέγαμε καί τό πρωί, μέσα σ’ αὐτές τίς λίγες λέξεις εἶναι καί ὅλα τ’ ἄλλα. Δηλαδή δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ τελώνης ἐκείνη τήν ὥρα ἁπλῶς λέει αὐτά τά λόγια. Ὁ τελώνης ἐκείνη τήν ὥρα εἶναι ταπεινός, εἶναι μετανοημένος, ἔχει φόβο Θεοῦ μέσα του, ἔχει κατάνυξη μέσα στή ψυχή του, πενθεῖ, ἄν δέν ἔχει δάκρυα ἐξωτερικά, ὁπωσδήποτε ἔχει μέσα του δάκρυα, καί συγχρόνως θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ὡς τόν τελευταῖο τῶν ἀνθρώπων.

Ἔχει συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός του, δέν ἔχει διάθεση νά διασκεδάσει, νά φάει καί νά κάνει φαγοπότια καί τέτοια, ἀλλά συγχρόνως ἔχει ἐλπίδα στόν Θεό, ἔχει πίστη στόν Θεό. Ἀλλιῶς, δέν θά πήγαινε ἐκεῖ. Ἔχει ἕνα κάτι μέσα του πού τόν ἔσπρωξε νά πάει ὡς ἐκεῖ εἶναι πιασμένος ἀπ’ αὐτήν τήν ἐλπίδα καί περιμένει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ τελώνης λοιπόν εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος δικαιώνεται, εἶναι αὐτός τόν ὁποῖο ἄκουσε ὁ Θεός, ἐλέησε ὁ Θεός, πρόσεξε τήν προσευχή του ὁ Θεός καί τόν δικαίωσε μέ τήν ἔννοια ὅτι τόν ἔκανε δίκαιο, δηλαδή ἐνάρετο. Σήμερα ὅταν λέμε τόν δικαίωσε, ἀλλιῶς τό ἐννοοῦμε.

Ἐνῶ ὁ τελώνης δέν εἶχε καμιά ἀρετή, δέν ἔχει νά πεῖ τίποτε, ὁ Φαρισαῖος λέει τόσα ἔκανα τοῦτο, ἔκανα ἐκεῖνο. Καί κατεβαίνει ὁ Φαρισαῖος ὄχι δικαιωμένος, δηλαδή γυμνός ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχει τίποτε ὁ Φαρισαῖος, ἐνῶ ὁ τελώνης εἶναι αὐτός πού τά ἔχει ὅλα τώρα τοῦ τά ‘δῶσε ὁ Θεός. Διότι ὁ Θεός δέχεται τή μετάνοιά του, ἀκούει τήν προσευχή του, τόν περιβάλλει μέ τό ἔλεός του, γεμίζει τήν καρδιά του μέ τήν Χάρη του, συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες του, τόν καθαρίζει, τόν ἁγιάζει, τόν κάνει δικό του καί αἰσθάνεται ὁ τελώνης -ὄχι ἁπλῶς τοῦ τό λέει ὁ Θεός, ἀλλά καί τό αἰσθάνεται κιόλας- ὅτι εἶναι παιδί, τοῦ Θεοῦ. «Τα ἀρχαία παρήλθεν, ἰδού γέγονε καινά τά πάντα». Δηλαδή πάει ἐκείνη ἡ μέχρι τότε ζωή.

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν μέ τόν ἁμαρτωλό

Ὅπως ὁ Κύριος παρουσιάζει τόν τελώνη σ’ αὐτήν τήν παραβολή, ὁ τελώνης δέν κάνει τίποτε ἄλλο παρά αὐτό τό μικροπραγματάκι: λέει τή σύντομη προσευχή «ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλώ», μέσα ὅμως στήν ὁποία εἶναι ὅλα τά ἄλλα καί δικαιώνεται, μέ τήν ἔννοια πού εἴπαμε. Παίρνοντας λοιπόν ἀφορμή ἀπ’ αὐτό -τό λέγαμε καί τό πρωί, τό λέμε καί τώρα- τοὐλάχιστον αὐτό νά κρατήσουμε ὅλη αὐτήν τήν περίοδο, καί νομίζω κανένας δέν μπορεῖ νά παρουσιασθεῖ καί νά πεῖ «ἐγώ δέν μπορῶ νά τό κάνω». Δέν ὑπάρχει κανείς πού δέν μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό: Καί οἱ δυνατότεροι καί οἱ λιγότερο δυνατοί καί οἱ μεγάλοι καί οἱ μικροί καί οἱ μέν καί οἱ δέ, οἱ πάντες μποροῦμε νά λέμε «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλώ», πού ἔλεγε ὁ τελώνης ἤ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν μέ τόν ἁμαρτωλόν»- τή γνωστή αὐτή προσευχή, τήν ὁποία μπορεῖ κανείς νά λέει παντοῦ καί πάντοτε, ἀλλά νά τή λέει ὅμως μ’ αὐτήν τή συναίσθηση τοῦ τελώνου.

Δέν μπορεῖ δηλαδή νά λές τήν εὐχή καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά νά κακολογεῖς τούς ἄλλους, νά περιφρονεῖς τούς ἄλλους, νά κατακρίνεις τούς ἄλλους, νά μελετᾶς πῶς θά τούς ἀδικήσεις, νά μελετᾶς πῶς θά τούς ξεπεράσεις. Ἤ, δέν μπορεῖς νά λές τήν εὐχή αὐτήν καί νά ὑπερηφανεύεσαι, νά λές τήν εὐχή αὐτήν καί νά εἶναι ἡ ψυχή σου πέτρα, νά λές τήν εὐχή αὐτήν καί νά αὐθαδιάζεις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νά λές τήν εὐχή αὐτήν καί νά μήν ἀνέχεσαι τούς ἄλλους, νά τά βάζεις ἔστω καί μέ τούς ἁμαρτωλούς κλπ. καί νά τούς λές Φαρισαίους. Δέν συμβιβάζονται αὐτά. Ἤ νά λές τήν εὐχή καί νά τσακώνεσαι μέ τή σύζυγό σου, ἐπειδή δέν σου ἔκανε φαγητό ἤ ἐπειδή ἔκανε νηστίσιμο φαγητό… Κατά τά ἄλλα λές τήν εὐχή. Δέν γίνεται.

Θυμᾶμαι, κάποιον ὁ ὁποῖος ἔλεγε τήν εὐχή, μάλιστα κλεινόταν στό δωμάτιό του καί γιά πολλή ὥρα ἔλεγε τήν προσευχή, ἐνῶ ἡ γυναῖκα του ἀπό τήν ἄλλη πλευρά μαράζωνε, καθώς αὐτός δέν ἔδινε σημασία, σάν νά μήν ἦταν παντρεμένος. «Εὐλογημένε, παντρεμένος εἶσαι, ἔχεις τή γυναῖκα σου – θά πρέπει νά τήν περιβάλλεις μέ ἀγάπη, θά πρέπει νά τήν περιβάλλεις μέ στοργή, θά πρέπει νά δεις τί κάνει, πῶς πηγαίνει, νά τῆς πεις ἕναν γλυκό λόγο, νά τήν παρηγορήσεις, νά τή στηρίξεις, νά σέ αἰσθανθεῖ ὅτι εἶσαι ὁ ἄνδρας της». Γίνονται αὐτά τά πράγματα; Ἐκεῖνος λοιπόν πού λέει τήν εὐχή, ὁπωσδήποτε ἔχει καί τά ἄλλα. Δέν μπορεῖ νά μήν τά ἔχει τά ἄλλα διότι ἀλλιῶς δέν θά λέει σωστά τήν εὐχή, θά τήν λέει ἐντελῶς τυπικά τήν εὐχή, δηλαδή αὐτήν τήν προσευχή.

Ἕνα αἴτημα

Ὡστόσο ὅμως παρακαλῶ, καί ἐπιτρέψτε μου νά πῶ ὅτι τό ζητῶ ἀπό ὅλους: Αὐτήν τή φετινή περίοδο τοῦ Τριωδίου ἀπό σήμερα κιόλας, ὅπως εἴπαμε στήν ἀρχή, ὅλοι νά ἐνθυμούμαστε κάθε μέρα ὅτι εἶναι περίοδος Τριωδίου καί ὅτι καλούμαστε σέ πνευματικό ἀγῶνα. Αὐτό θά μᾶς τό θυμίζει ἡ προσευχή αὐτή.

Ξύπνησες τό πρωί. Ὅπως κι ἄν ἔχει τό πρᾶγμα, μπαίνοντας – βγαίνοντας θά προλάβεις νά πεις μερικές φορές τήν εὐχή. Δέν χρειάζεται ὁπωσδήποτε νά σταθεῖ κανείς σέ στάση προσευχῆς, γιά νά πεῖ αὐτήν τή σύντομη προσευχή. Μπορεῖ κανείς, φορώντας τά παπούτσια του καί καθώς πλύνεται καί καθώς ξυρίζεται, νά λέει τήν εὐχή, ἀντί νά λέει ἄλλα πράγματα. Καί ὡσότου πάει στή δουλειά καί ὡσότου γυρίσει, ἀπό τή δουλειά καί καθώς πιέζεται στή δουλειά καί δέν ξέρει τί νά κάνει καί ξεφυσάει καί στενοχωριέται καί τοῦ ‘ρχεται νά πεῖ καί καμιά κακή κουβέντα, τί τόν πειράζει νά θυμηθεί τήν εὐχή;

Πρώτον· κάνει προσευχή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δεύτερον ξεχνάει τήν κακία του. Τρίτον ἀφοῦ κάνεις προσευχή, ὁ Θεός τό ἔχει ὑποσχεθεῖ: πρίν τόν καλέσουμε, ἔρχεται κιόλας.  Πρίν τοῦ τό ζητήσουμε, ὁ Κύριος ἐπεμβαίνει καί μᾶς βοηθάει.

Νά κρατήσουμε λοιπόν αὐτό. Πώς, ἄς ποῦμε, ἔχει κανείς τό δαχτυλίδι στό χέρι καί θυμᾶται ὅτι εἶναι παντρεμένος. Ὅπως κι ἄν ἔχει τό πρᾶγμα, δέν μπορεῖ νά τό ξεχάσει Το δαχτυλίδι τοῦ τό θυμίζει. Ἔχει κανείς κάτι ἄλλο καί αὐτό τόν κάνει νά θυμᾶται κάτι ἄλλο πού θέλει νά θυμᾶται. Νά λέμε λοιπόν τήν εὐχή, τήν προσευχή αὐτή, ὁπουδήποτε καί ὁποτεδήποτε καί νά ἀξιοποιοῦμε ὅλα τά κενά πού ἔχουμε μέσα στό εἰκοσιτετράωρο. Ἡ εὐχή αὐτή ἔχει, νά προσπαθοῦμε νά ἔχει, ὅλα αὐτά: τή μετάνοια, τήν ταπείνωση, τήν ἐπιστροφή στόν Θεό, τή ζήτηση, τόν πόθο γιά τόν Θεό. «Θεέ μου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν μέ».

Λένε μερικοί «δέν μπορῶ νά τήν πῶ». Ἤ, πῶς θά τήν πεις; Δέν εἶναι ἐδῶ μαγνητόφωνο, ἄς ποῦμε, νά τό βάλεις νά τήν πεῖ. Λαχταράει ἡ ψυχή σου τό ἔλεος, ἀκριβῶς διότι αἰσθάνεσαι πολύ ἁμαρτωλός, πολύ ἀδύνατος, διότι αἰσθάνεσαι νά πιέζεσαι, νά εἶναι βαριά ἡ ψυχή σου ἀπό τίς πτώσεις σου, διότι αἰσθάνεσαι τήν κακία τῶν ἀνθρώπων γύρω σου, διότι αἰσθάνεσαι ὅτι ἔχεις ἀνάγκη ἀπό τόν Θεό. Ὅταν τά αἰσθάνεσαι αὐτά, μπορεῖς νά μήν τή λές; Καί νά σέ ἐμποδίζουν, ἐσύ θά τή λές. Κραυγάζεις, δηλαδή φωνάζεις καί λές «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν μέ».

Λέγοντας λοιπόν τήν εὐχή, καί θά ἐνθυμούμαστε ὅτι εἴμαστε μέσα στήν περίοδο αὐτή τοῦ Τριωδίου καί θά προσευχόμαστε. Καί καθώς θά προσευχόμαστε, μέσα σ’ αὐτήν τήν προσευχή θά ἔχουμε καί ὅλα τ’ ἄλλα. Ἤ, καθώς θά ἐνθυμούμαστε ὅτι εἴμαστε στήν περίοδο τοῦ Τριωδίου, θά προσπαθοῦμε νά ἔχουμε καί ὅλα τά ἄλλα, τά ὁποία βρίσκουμε μέ κάθε λεπτομέρεια, θά ἔλεγε κανείς, μέσα στά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα στό βιβλίο αὐτό πού λέγεται, ὅπως εἴπαμε, Τριώδιο.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...