Ε΄Κυριακή τῶν Νηστειῶν

Περί τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ

Την πέμπτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Ὁ βίος της πραγματικά θαυμαστός σᾶς εἶναι γνωστός διότι κάθε χρόνο τήν ἡμέρα αὐτή αὐτός διηγεῖται στίς ἐκκλησίες. Θά τόν περιγράψω ὅμως ξανά μέ λίγα λόγια γιά νά θυμηθῆτε τήν ἀσυνήθιστη καί ἀνεπανάληπτη ζωή αὐτῆς τῆς ἁγίας.

Αὐτή ἦταν πολύ ὄμορφη γυναῖκα, ζοῦσε στήν πόλη τῆς Αἰγύπτου Ἀλεξάνδρεια καί περνοῦσε τή ζωή της μέσα σέ ἀσωτία. Μία μέρα ὅταν περπατοῦσε στήν παραλία εἶδε ἕνα καράβι μέ πολλούς χριστιανούς πού ἦταν ἕτοιμο νά ἀποπλεύσει πρός τά Ἱεροσόλυμα γιά τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Τῆς ἦρθε ἡ σκέψη νά πάει καί αὐτή μία βόλτα στήν Ἱερουσαλήμ.

Το ταξίδι τελείωσε καί ἡ Μαρία μαζί μέ τούς προσκυνητές πλησίασε τίς πύλες τοῦ ἱεροῦ ναοῦ. Ἀπό τότε ἄρχισε μία σειρά θαυμαστῶν γεγονότων μέ τά ὁποία ὁ Κύριος, πού γνώριζε το βάθος τῆς καρδιᾶς της, διέκοψε τόν ἄσωτο βίο της καί τήν ἔστρεψε στήν ὁδό τῆς μετανοίας. Ἦταν τόσο βαθιά ἡ μετάνοιά της καί τόσο ἀσυνήθιστη πού δέν βρίσκουμε ἕνα ἄλλο τέτοιο παράδειγμα στούς βίους τῶν ἁγίων.

Ἀς σταθοῦμε καί ἐμεῖς μαζί μέ τήν ἁγία Μαρία στήν πύλη τοῦ ναοῦ. Βλέπουμε τώρα τήν καρδιά της πού κυριεύτηκε ἀπό τό φόβο τοῦ Θεοῦ, ὅταν κατάλαβε πῶς δέν μπορεῖ, κατά τήν κρίση τοῦ Θεοῦ, νά μπει μαζί μέ τούς ἄλλους στήν ἐκκλησία. Αὐτή καί μόνο αὐτή εἶναι ἀνάξια νά μπει μέσα, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι μπαίνουν ἐλεύθερα. Αὐτήν τήν ἐμποδίζει μία ἀόρατη δύναμη. Ὅταν συνειδητοποίησε τήν τραγική της κατάσταση ἄναψε στήν ψυχή της μία δυνατή φλόγα τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ. Ταράχθηκε ἀπό τό φόβο πού ἔνιωσε μπροστά στόν Πανάγιο, Πάνσοφο, Παντοδύναμο καί Δίκαιο Θεό.

Δέν ἦταν φόβος γιά τιμωρία, ἦταν ντροπή πού τήν ἔκαιγε σάν φωτιά, ντροπή γιά τήν ἀκαθαρσία τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός της. Ἦταν ντροπή καί πόνος πού τῆς προκαλοῦσε τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἐξαιτίας τῆς ἀκαθαρσίας της δέν τήν ἀφήνει νά μπει μέσα στόν ναό καί νά παρουσιαστεῖ ἐνώπιόν Του. Τότε προσευχήθηκε θερμά. Ἔπεσε καταγῆς μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἡ ὁποία ἦταν τοποθετημένη πάνω ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ ναοῦ καί μέ δάκρυα ἱκέτευε τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ νά παρακαλέσει γι’ αὐτήν τόν Υἱό της.

Με τήν βαθιά καί φλογερή αὐτή μετάνοια ὑποχώρησε ἡ δύναμη πού τήν ἐμπόδιζε νά εἰσέλθει στήν ἐκκλησία καί τελικά μπῆκε μέσα. Ἐκεῖ ἔπεσε ἐνώπιον τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου καί δέν σηκώθηκε μέχρι τό τέλος τῆς λειτουργίας. Τα δάκρυα ἔτρεχαν ποτάμι ἀπό τά μάτια της, ἀπό τά μάτια πού κάποτε σαγήνευαν τούς ἄνδρες καί καθαρίστηκαν τώρα μέ τήν ὁλόψυχη καί ἔνθερμη μετάνοια.

Πρίν συνεχίσω τήν ἱστορία τῆς ἁγίας Μαρίας θέλω νά πῶ δύο λόγια γιά τήν ζωή τῆς μακαρίας Ταϊσίας, ἡ ὁποία καί αὐτή καταγόταν ἀπό τήν Αἴγυπτο καί ζοῦσε περίπου τήν ἴδια ἐποχή πού ζοῦσε καί ἡ ἁγία Μαρία. Στην ἀρχή ἡ μακαρία αὐτή Ταϊσία ζοῦσε βίο ἐνάρετο, ἀφιερώνοντας ὅλη τή ζωή της στήν φροντίδα τῶν ἀσθενῶν καί τόν πονεμένων ἀνθρώπων. Την σεβόταν πάρα πολύ καί οἱ μοναχοί μίας μονῆς πού ὑπῆρχε κοντά στήν πόλη. Ὅμως ὁ πονηρός διάβολος, ὁ ὁποῖος μισεῖ τούς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐνάρετη ζωή, κατόρθωσε νά τήν ρίξει στήν ἀσωτία. Οἱ μοναχοί στενοχωρήθηκαν πολύ ὅταν τό ἔμαθαν καί ἔστειλαν τόν ἅγιο Ἰωάννη Κολοβό νά τήν σώσει.

Ὁ ὅσιος Ἰωάννης πῆγε στό σπίτι τῆς Ταϊσίας, κάθισε κοντά της καί ἄρχισε νά κλαίει. Ἡ Ταϊσία τόν ρώτησε μέ περιέργεια γιά ποῖο λόγο χύνει αὐτός τόσα πολλά δάκρυα. Τότε ὁ ἅγιος Ἰωάννης μέ λόγια δυνατά περιέγραψε ὅλη τήν τραγικότητα τῆς κατάστασή της. Ἡ φλόγα τοῦ θείου φόβου ἄναψε μέσα της, τά μάτια της γέμισαν δάκρυα καί μία φοβερά κραυγή μετάνοιας βγῆκε ἀπό τήν καρδιά της. Δέν μπόρεσε πιά νά μείνει στό ἀκάθαρτο σπίτι της, ἔπεσε στά πόδια τοῦ ἁγίου Ἰωάννη καί τόν παρακάλεσε νά τήν πάρει ἀμέσως ἀπό κει καί νά τήν πάει κάπου ὅπου θά μποροῦσε νά σωθεῖ.

Σηκώθηκαν καί οἱ δύο καί ἔφυγαν ἀμέσως ἀπό τήν πόλη. Ὅταν νύχτωσε σταμάτησαν γιά διανυκτέρευση. Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ἄφησε τήν Ταϊσία νά κοιμηθεί. Ἀπομακρύνθηκε λίγο ἀπ’ αὐτήν καί κοιμήθηκε καί ὁ ἴδιος. Τα βαθιά μεσάνυχτα ξύπνησε ξαφνικά καί εἶδε ὅτι στόν τόπο ὅπου κοιμόταν ἡ Ταϊσία μία φωτεινή στήλη ὑψώνεται ἀπό τήν γῆ πρός τόν οὐρανό καί μέσα σ’ αὐτήν τήν στήλη οἱ ἄγγελοι ἀνεβάζουν στόν οὐρανό τήν ψυχή τῆς μακαρίας Ταϊσίας. Ἔτσι ὁ Κύριος σπλαχνίστηκε τήν Ταϊσία ἀκόμη καί γιά τήν πολλή σύντομη μετάνοιά της.

Ἀς ἐπιστρέψουμε τώρα, ἀδελφοί καί ἀδελφές μου, στήν ἁγία Μαρία πού τήν ἔχουμε ἀφήσει στό ναό ξαπλωμένη στό πάτωμα βρεγμένο μέ τά θερμά της δάκρυα ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου. Νά δοῦμε τήν μετάνοια της καί νά ντρεπόμαστε τή δική μας ἀμετανοησία. Ας σκεφτοῦμε τώρα γιατί τήν μακαρία Ταϊσία ὁ Κύριος ἀμέσως μετά τήν μετάνοιά της τήν πῆρε ἀπό τήν ζωή στήν αἰώνια μακαριότητα, ἐνῶ τήν ἁγία Μαρία τήν ἄφησε νά ζεῖ 47 χρόνια στήν ἔρημο τῆς Ἀραβίας σέ συνθῆκες πολύ δύσκολες.

Γιατί ὁ Παντογνώστης Θεός, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τό βάθος τῆς καρδιᾶς κάθε ἀνθρώπου, ἤθελε μέσω αὐτῆς τῆς μεγάλης ἁγίας νά δείξει σέ ὅλο τόν κόσμο τί δύναμη ἔχει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί πώς μπορεῖ αὐτός (ὁ φόβος) νά ἀλλάξει τόν ἄνθρωπο. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ συντάραξε πραγματικά ὅλο τό εἶναι της. Ἦταν φόβος μπροστά στήν μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγαθότητα καί τήν δικαιοσύνη του. Τέτοιος φόβος εἶναι προνόμιο λίγων ἀνθρώπων, αὐτῶν πού ἔχουν καρδιά πολύ βαθιά. Ὁ θεῖος αὐτός φόβος πού αἰσθάνθηκε ἡ ἁγία Μαρία κάνει θαύματα καί ἀλλάζει ἐντελῶς τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.

Ξέρετε τί ἔγινε μετά μέ τήν Ἁγία Μαρία. Ἀμέσως μετά τό τέλος τῆς ἀκολουθίας ἡ ἁγία ἄφησε τό ναό καί καθοδηγούμενη ἀπό τό θεῖο φόβο πῆγε στόν Ἰορδάνη ποταμό, στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ἐκεῖ ἐξομολογήθηκε καί ἐφοδιασμένη πνευματικά ἄφησε τό μοναστήρι, παίρνοντας μαζί της τρία ψωμιά, κατέβηκε στόν Ἰορδάνη. Πέρασε στήν ἄλλη ὄχθη τοῦ ποταμοῦ καί ἐξαφανίστηκε στήν ἔρημο. Ἔζησε στήν ἔρημο 47 χρόνια χωρίς νά δεῖ ὄχι μόνο τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά καί ὁποιοδήποτε ἄλλο ζωντανό πλάσμα.

Τα ὑποδήματα καί τά ροῦχα τῆς γρήγορα εἶχαν περιπέσει σέ ἀχρηστία, δέν εἶχε τίποτα γιά νά προστατέψει τό σῶμα της τήν ἡμέρα ἀπό τόν καύσωνα καί τήν νύχτα ἀπό τό κρύο. Σίγουρα γιά ἕναν κοινό ἄνθρωπο εἶναι ἀδύνατον νά ζεῖ μία τέτοια ζωή πού ἔζησε ἡ ἁγία Μαρία. Ἡ ζωή της ἦταν πραγματικά ἕνα θαῦμα. Τι ἔτρωγε ἡ ἁγία τά 47 αὐτά χρόνια; Στον ἱερομόναχο Ζωσιμά πού τόν εἶχε συναντήσει ἕνα χρόνο πρίν τό θάνατό τῆς εἶπε ὅτι τά τρία ψωμιά τῆς ἔφθασαν γιά 17 χρόνια. Αὐτό ἀναμφίβολα εἶναι ἕνα θαῦμα. Το γεγονός ὅτι τά τρία ψωμιά τῆς ἔφθασαν γιά 17 χρόνια μποροῦμε νά τό ἐξηγήσουμε μόνο ἄν ὑποθέσουμε ὅτι στά χέρια τῆς τά ψωμιά αὐτά πολλαπλασιάζονταν ὅπως στά χέρια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν Αὐτός μέ πέντε ἄρτους χόρτασε πέντε χιλιάδες ἀνθρώπους.

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, πού δέν τήν ἄφηνε σ’ ὅλη της τήν ζωή, τήν ζέσταινε τόν χειμῶνα ἐπειδή ἔκαιγε σάν μία δυνατή φλόγα μέσα της. Ἡ προσευχή της δέν ἔμοιαζε καθόλου μέ τή δική μας προσευχή. Γιά μᾶς εἶναι ἀκατανόητο τό βάθος τῆς προσευχῆς της. Ἡ δική της προσευχή ἦταν μία ἀδιάλειπτη κοινωνία μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ἡ Μαρία διδάχτηκε ὅλη τήν Ἁγία Γραφή. Δέν προσευχόταν ἡ ἁγία μέ τόν τρόπο πού προσευχόταν οἱ πολλοί ἄλλοι ἅγιοι, δηλαδή γονατισμένη ἤ ξαπλωμένη κάτω στό ἔδαφος. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἄλλαξε ἀκόμα καί τίς φυσικές της ἰδιότητες ἔτσι ὥστε προσευχόταν στεκόμενη πάνω στόν ἀέρα καί περνοῦσε τόν Ἰορδάνη σάν στήν ξηρά.

Με ποῖα ὅμως δύναμη ἔκανε ἡ ἁγία ὅλα αὐτά τά θαύματα; Ἀσφαλῶς μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Καί ὄχι μόνο μ’ αὐτή ἀλλά καί μέ τή δύναμη τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ μέ τόν ὁποῖο ἦταν διαποτισμένη ἡ ὁσία Μαρία. Καί αὐτό γιατί σέ ὅλα τά θαύματα πού κάνει ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο πάντα συμμετάσχει καί τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἀφοσιωμένο στό Θεό καί κατειλημμένο ἀπό τό φόβο Του.

Μέσα στήν ψυχή τῆς ἁγία Ταϊσίας ἡ δυνατή φλόγα τοῦ φόβου μπροστά στήν μεγαλωσύνη καί τήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ ἄναψε γιά λίγες μόνο ὧρες. Αὐτό ὅμως ἦταν ἀρκετό γιά νά συγχωρεθοῦν οἱ πολλές της ἁμαρτίες. Στην ἁγία ὅμως Μαρία ἡ φλόγα αὐτή ἔκαιγε γιά 47 ὁλόκληρα χρόνια. 17 χρόνια ὁ διάβολος προσπαθοῦσε μέσω σωματικῶν καί ψυχικῶν πόνων νά τήν ἀποσπάσει ἀπό τήν μετάνοιά της καί νά τήν στρέψει στήν εὐρύχωρη ὁδό, καί ὅμως δέν πέτυχε τίποτα. Με τήν ἀδιάκοπη μετάνοια, μέ τά ποτάμια δακρύων πού ἔχυνε ἡ ὁσία ἔμπαινε ὅλο καί περισσότερο στήν πιό στενή κοινωνία μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἕως ὅτου ἔγινε ὄργανο μέ τό ὁποῖο ὁ Θεός ἔκανε τά θαύματά του.

Ἡ φλόγα τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο δέν ἔσβησε σ’ αὐτά τά χρόνια ἀλλά ἀντίθετα ἔγινε πιό μεγάλη, τόσο μεγάλη πού μέ τήν δύναμη της ἡ ἁγία Μαρία μεταμορφώθηκε σ’ ἕναν ἄγγελο μέ σῶμα. Ὅλοι οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἔχουν στούς οὐρανούς στενή κοινωνία μέ τούς ἀγγέλους καί τούς ἀρχαγγέλους καί γίνονται ὅμοιοι μ’ αὐτούς. Ἀλλά μόνο οἱ πιό μεγάλοι ἅγιοι ὅπως ἡ ἁγία Μαρία ἡ Αιγυπτία ἐνῶ ἀκόμα βρίσκονται στή ζωή γίνονται ὅμοιοι μέ τούς ἀγγέλους καί ἀποκτοῦν τήν ἴδια μ’ αὐτούς δύναμη τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, τήν ἴδια ἄπειρη ἀγάπη πρός τόν Παντοδύναμο, Πάνσοφο, Ἀγαθό καί Δίκαιο Θεό μας, τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης καί τῆς ἀπέραντης Ἀγάπης.

Ἀς ἔχουμε πάντα μπροστά μας ὡς παράδειγμα τῆς μετάνοιας καί τοῦ φλογεροῦ φόβου τοῦ Θεοῦ τήν ὁσία Μαρία τήν Αιγυπτία. Καί ἔχοντας αὐτό τό λαμπερό παράδειγμα νά μήν εἴμαστε ἄκαρποι. Ἀλλά νά μᾶς βοηθήσει ἡ ὁσία Μαρία νά ἀποκτήσουμε καί ἐμεῖς τό φόβο τοῦ Θεοῦ. Νά σταματήσουμε τήν πορεία τῆς ἁμαρτωλῆς μας ζωῆς, νά γονατίσουμε ὅπως καί αὐτή ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀρχίσουμε τήν ἀδιάλειπτη μετάνοια μπροστά στόν Δίκαιο, Ἀγαθό καί Πολυέλεο Θεό μᾶς. Ἀμήν.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...